- αναδοσιά
- (I)και ανεδοσιά, η [ανάδοση (ις)] 1υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία τού δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια.————————(II)και ανεδοσιά, η1. άρνηση τού να δώσει κανείς κάτι, φιλαργυρία, τσιγγουνιά2. (για αγρούς κ.λπ.) έλλειψη γονιμότητας, αφορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* στερ. + *δοσιά < δόση].
Dictionary of Greek. 2013.